- πάνθοινος
- πάν-θοινος, ον (and η, ον, v. infr.), ([etym.] θοίνη)A feasting high or splendidly,
δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90
;π. τράπεζα Opp.H.2.221
; παν[θοίν]ην is dub. in Phld.Po.2.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90
;π. τράπεζα Opp.H.2.221
; παν[θοίν]ην is dub. in Phld.Po.2.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάνθοινος — οίνη, ον, θηλ. και ος, Α γεμάτος με κάθε είδους εδέσματα, πλουσιοπάροχος («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θοίνη «συμπόσιο, δείπνο» (πρβλ. εύ θοινος)] … Dictionary of Greek
πανθοίνοισι — πάνθοινος feasting high masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθοινί — και πανθοινεί Α επίρρ. σε μεγάλη πανδαισία, σε μεγαλοπρεπές, πλούσιο συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνθοινος «πλήρης από κάθε είδος εδέσματος» + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. ατιμωρητ ί / εί)] … Dictionary of Greek
πανθοινία — ή, Α [πάνθοινος] πλουσιοπάροχο συμπόσιο, μεγαλοπρεπής ευωχία … Dictionary of Greek
πανθοινώ — έω Α [πάνθοινος] συμμετέχω σε πλούσια ευωχία, ευθυμώ πολύ, διασκεδάζω … Dictionary of Greek